Έπειτα από πολύ καιρό, αποφάσισα να γράψω. Όμως σε αυτό το μπλογκ υπήρχε ένα κομμάτι το οποίο μου καθόταν σαν βαρίδι στην ψυχή. Μετά τον χαμό του πατέρα μου και τη συγκεκριμένη ανάρτηση που τον αφορούσε, δεν ήθελα να συνεχίσω με κάποια νέα. Έτσι δημιούργησα ένα νέο μπλογκ.
Όσοι εκεί έξω διαβάσετε αυτό το μήνυμα κι έχετε χρόνο, περάστε για μια επισκεψούλα, θα είναι τιμή και χαρά μου.
Αλίκτυπο ( http://aliktypo.wordpress.com/ )
Πέμπτη 19 Απριλίου 2012
Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011
τα "αντίο" που δεν προφτάσαμε να πούμε
κάτσε εδώ δίπλα μου, να κάνουμε μαζί ένα τσιγάρο...όπως κάναμε πάντα τον τελευταίο καιρό...θέλω κάτι να σου πω.
Η πρώτη μου ανάμνηση από εσένα...
ένα χαμόγελο σου κι εγώ σκαρφαλωμένος στην αγκαλιά σου να μυρίζω τη στολή σου... να νιώθω το τραχύ της ύφασμα κι εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά που έχει πια ριζώσει στις αισθήσεις μου και ξέρω πως θα με ακολουθεί μέχρι το τέλος.
Σκόρπιες εικόνες, αναρίθμητες, θολές, σαν αποσπάσματα παλιάς ταινίας..η μυρωδιά σου...κι η φωνή σου που με τα χρόνια βάθυνε μα παρέμεινε το ίδιο γλυκιά στα αυτιά μου.
Πριν πολλά πολλά χρόνια σου είχα ζητήσει με τρόπο να ξυριστείς, όταν πανικόβλητος είχα εντοπίσει τις πρώτες άσπρες τρίχες στο αξύριστο σου πρόσωπο. Νόμιζα πως έτσι δεν θα γερνούσες ποτέ.
η αφέλεια ενός μικρού παιδιού.
Προσπάθησα τον τελευταίο καιρό να θυμηθώ τις προσωπικές ώρες που αφιέρωσες μαζί μου, τα παιχνίδια που κάναμε, τις βόλτες και τις ατελείωτες συζητήσεις...αυτές οι συζητήσεις πόσο μου λείπουν !
Σταμάτησα όταν κατάλαβα πως όλο μου το "είναι"...στροβιλίζεται συνεχώς γύρω από εσένα. Πως κανένα μα κανένα κομμάτι της ζωής μου δεν είναι ασύνδετο μαζί σου..
κι αυτή η παραδοχή με κάνει να πονάω ακόμη πιό πολύ.
Όλη μου η ζωή, είναι ένα ψηφιδωτό άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικό σου πέρασμα...
και τώρα έμεινα μισός, με το καθήκον να βαδίσω στα βήματα που μου δίδαξες..να μπορέσω κι εγώ να δημιουργήσω τις δικές μου ενώσεις με τα δύο μου μωρά.
Υπήρχαν τόσα που ήθελα να σου πω, μα δεν πρόλαβα
μα πιό πολύ δεν πρόλαβα να σε αγκαλιάσω όπως παλιά, να στριμωχτώ στην αγκαλιά σου και να σου ψελλίσω "σε αγαπάω, σε ευχαριστώ για όλα...ΓΙΑ ΌΛΑ"
Βλέπεις ο 36-χρονος αφελής που κουβαλώ, δεν το επέτρεπε αυτό...στα μάτια του φαινότανε κάπως παιδιάστικο
τα ίδια μάτια που τώρα βαραίνουν από τον πόνο της δική σου απώλειας.
Ήσουν ο άνθρωπος που με έμαθε να περπατώ με το κεφάλι ψηλά με βήμα περήφανο, ο άνθρωπος που μου δίδαξε να αγαπώ την Πατρίδα και τη Δημοκρατία, αυτός που έμαθε να κολυμπώ και να κάνω ποδήλατο, να σκέφτομαι και να μιλώ ελεύθερα, να δίνω αγάπη και να συμπονώ εκείνον που πονά...
ήσουν ο άνθρωπος που μ' έκανε τον άντρα που είμαι σήμερα.
Και τί δεν θα έδινα να καθόμασταν σε μιά γωνιά , να κάναμε ένα τσιγάρο μαζί...και μέχρι εκείνο να σβήσει να μπορούσα για τελευταία φορά να σου χάιδευα τα λευκά σου μαλλιά
να σου ψιθύριζα
" αντίο πατέρα , σε αγαπώ "
Σε λέγανε Φραγκίσκο...γεννήθηκες, έζησες, πόνεσες, χάρηκες, αγάπησες, σε αγάπησαν, έφυγες.
αρνούμαι να βάλω τελεία, αντ' αυτής θα βάλω ένα τραγούδι που λάτρευα μικρός και πάντα μου το έβαζες να το ακούω σε εκείνο το παλιό κασσετόφωνο που είχαμε
Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010
τα τρωκτικά
θαρρώ πως οι περιστάσεις....
αυτό το καθημερινό τρελό κι αγωνιώδες ποδοβολητό,
μας έχει μετατρέψει σε φοβισμένα τρωκτικά.
αθόρυβοι ίσκιοι που τρέχουν σύριζα σε λερούς τοίχους
με τον φόβο μιας απροσδιόριστης απειλής να στοιχειώνει τις σκέψεις μας
(η δουλειά, οι λογαριασμοί, τα ψώνια...)
κοιταζόμαστε με βλέμματα αυτολύπησης και συνενοχής...
καθώς σκουντιόμαστε στριμωγμένοι σε πνιγηρά βαγόνια,
καθώς σπρωχνόμαστε για να χωρέσουμε στις ουρές βουβών ταμείων
καθώς παραπατάμε σε σπασμένα πλακάκια πεζοδρομίων
Ροκανίζουμε καθημερινά τον χρόνο, την ώρα...
για να μπορέσουμε να χωρέσουμε τα ευτελή μας όνειρα στο τέλος της ημέρας σε ένα ανατομικό στρώμα,
σε πέντε λεπτά γρήγορης εκτόνωσης με ένα ανορθόγραφο
"καληνύχτα σ' αγαπώ"...
ροκανίζουμε τον χρόνο για να φτάσει η ώρα που θα σβήσει το φως και θα τρυπώσουμε στο άσυλο που παρέχει για λίγο η σιωπή.
Όλοι μας έχουμε μια πίστωση χρόνου, ένα τσουβάλι μ' ανάσες χαρισμένο...
κι εμείς τις σπαταλάμε σε βουβούς λυγμούς και φτηνούς διαλόγους.
πότε ήταν η τελευταία φορά στην δαιδαλώδη καθημερινότητά σου
που επέτρεψες στην ψυχή σου να ερωτοτροπήσει
με τις λέξεις, τους ήχους, τις μυρωδιές και τις εικόνες γύρω σου;
πότε ήταν η τελευταία φορά που επέτρεψες στον εαυτό
σου να αυτομολήσει
από τα ενεργοβόρα και ψυχαναγκαστικά "πρέπει" ;
έστω για λίγο, για λίγες ανάσες...
δεν είσαι μόνος
δεν είσαι μόνη
σε νιώθω
σε αγαπώ
χωρίς να ζητώ κάτι σε αντάλλαγμα
χωρίς να θέλω να σε τρομάξω
χωρίς να σε γνωρίζω
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
μερικά από τα τραγούδια "μου"
Το τραγούδι Colorblind των Counting Crows είναι ένα από τα αγαπημένα μου,
αυτό το ποστάκι θα έχει μόνο τραγούδια που μου αρέσουν...
και συνεχίζω...
... εύχομαι να σας άρεσαν. Θα τα ξαναπούμε σύντομα.
Ο Ναυαγός.
Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010
ως ξύλο αλίκτυπο
όλοι μας...
μικροί κορμοί δέντρων ή εύθραυστα κλαδιά.
κάποιοι ξεριζωμένοι, κάποιοι άλλοι παρασυρμένοι, ή πεταμένοι
καθημερινά παλεύουμε να επιπλεύσουμε σε μια σε μία θάλασσα που πάντα η στεριά θα μοιάζει άπιαστο όνειρο.
κάθε λεπτό, κάθε κύμα που μας αγγίζει ή μας χτυπά με μανία, αφήνει και το δικό του ίχνος σε μια αέναη διαδικασία...
ξεσκίζει τις σάρκες για να φανερωθεί το πιό εύθραυστο κομμάτι μας, εκείνο που θα σπάσει πρώτο γιατί είναι αδύναμο.
Έτσι με τον καιρό αλλάζουμε μορφή, καμπυλώνουμε, λειαίνουμε ... κι η ακτή πάντα παραμένει ένα όνειρο ...
να ξαποστάσουμε στην άμμο ξεχασμένοι από τα κύματα και τη βουή της θάλασσας, κι αν είμαστε τυχεροί να παραμείνουμε ξεχασμένοι εκεί για μιά αιωνιότητα.
Κάποιες φορές συγκρουόμαστε μεταξύ μας, συναντιόμαστε με βλέμματα απελπισίας κι αυτολύπησης, μα και πάλι αυτό το σμίξιμο είναι επίπονο και βασανιστικό....ύστερα πάλι χωρίζουμε, παρακολουθώντας ο ένας τον άλλον να ξεμακραίνει.
Συνεχίζοντας να επιπλέουμε στη μοναξιά μας με τον καιρό, επιτρέπουμε την παραδοχή του αναπόφευκτου...
"δεν είμαι πια δέντρο...αλλά αλίκτυπο"
κι έτσι γλυκαίνει το μαρτύριο, ή μάλλον η διαδικασία...αρχίζουμε να δικαιολογούμε την μοίρα μας ντύνοντας την αλήθεια με κουρέλια...
" -Ίσως να ήμουν ένα καμένο δάσος
-Ίσως να γινόμουν ένα κακοφτιαγμένο τραπεζάκι στο σαλόνι μιας γεροντοκόρης
ή ακόμα χειρότερα...το κρεββάτι της.
Τώρα τουλάχιστον είμαι ελεύθερος. "
Έτσι ο χρόνος, οι γροθιές των κυμάτων και ο πόνος που προκαλεί η αλμύρα εισχωρώντας στις πληγές μας...μοιάζουν πιό γλυκά.. πιό υποφερτά.
Κι όταν κάποτε φανεί στον ορίζοντα η ακτή, χαιρόμαστε πως κάπου εδώ τελειώνει το ταξίδι.
Λίγοι είναι εκείνοι που αράζουν στη γαλήνη κι ασφάλεια της αμμουδιάς.
Το ιδεώδες είναι να βρεθούν στα χέρια κάποιου καλλιτέχνη που θα θαυμάσει την ομορφιά τους,ή στα χέρια ενός μικρού παιδιού, ή κάποιου ερωτευμένου ζευγαριού (ως ενθύμιο εκείνης της όμορφης παραλίας).
Οι περισσότεροι καταλήγουν σφηνωμένοι σε τραχιά βράχια. Ακούνητοι να τους βαρά η θάλασσα αμέτρητα χειμωνιάτικα Σάββατα.
Η μοίρα του αλίκτυπου.
..κι εγώ συνεχίζω να επιπλέω δίπλα σε παλιά κουτάκια γιαουρτιών λάϊτ, πλαστικές σακούλες σούπερ μάρκετ κι επιληπτικά μοιρολόγια.
αν με ρωτούσες,
θα προτιμούσα να ήμουν δέντρο που στα μπράτσα του θα φώλιαζαν πουλιά και θα έκαναν κούνια παιδιά...
ο Ναυαγός.
Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
οι βαλίτσες
Τα πάντα πλέον έχουν τακτοποιηθεί όπως ήταν πριν φύγω.
Όλα τα ρούχα μου έχουν ξαναμπεί στην ντουλάπα, ο υπολογιστής μου τοποθετήθηκε στο γραφείο μου... ακόμα κι η οδοντόβουρτσά μου στέκεται υπερήφανα δίπλα σε αυτές των παιδιών...τρανή απόδειξη πως δεν πρόκειται να ξαναφύγω.
Οι βαλίτσες μου χάσκουν με άδεια σωθικά σε μιά γωνιά...αύριο το πρωί θα ξαναπεράσω την πόρτα του σπιτιού με αυτές.
Θα περάσω το κατώφλι του σπιτιού και θα τις βαστώ άδειες...για να τις αφήσω δίπλα από ένα κάδο ανακύκλωσης.
Θα γίνει επίσημα, με τα δυό μου μωρά να με "αποχαιρετούν" σαν όλες τις φορές...αλλά αυτή τη φορά με κρυφά γελάκια.
Το κάνω γιατί εντοπίσαμε μια υποψία φόβου στα μάτια τους όταν έπαιζαν αμέριμνα και σκόνταφτε το βλέμμα τους κάθε φορά στην θέα εκείνων των καταραμένων βαλιτσών.
...δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο βαριές ήταν το πρωϊνό που ξεκίνησα ως Ναυαγός...έμοιαζαν κοντά έναν τόνο
...όσο ζυγίζει ένα "αντίο μπαμπά"
Όλα τα ρούχα μου έχουν ξαναμπεί στην ντουλάπα, ο υπολογιστής μου τοποθετήθηκε στο γραφείο μου... ακόμα κι η οδοντόβουρτσά μου στέκεται υπερήφανα δίπλα σε αυτές των παιδιών...τρανή απόδειξη πως δεν πρόκειται να ξαναφύγω.
Οι βαλίτσες μου χάσκουν με άδεια σωθικά σε μιά γωνιά...αύριο το πρωί θα ξαναπεράσω την πόρτα του σπιτιού με αυτές.
Θα περάσω το κατώφλι του σπιτιού και θα τις βαστώ άδειες...για να τις αφήσω δίπλα από ένα κάδο ανακύκλωσης.
Θα γίνει επίσημα, με τα δυό μου μωρά να με "αποχαιρετούν" σαν όλες τις φορές...αλλά αυτή τη φορά με κρυφά γελάκια.
Το κάνω γιατί εντοπίσαμε μια υποψία φόβου στα μάτια τους όταν έπαιζαν αμέριμνα και σκόνταφτε το βλέμμα τους κάθε φορά στην θέα εκείνων των καταραμένων βαλιτσών.
...δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο βαριές ήταν το πρωϊνό που ξεκίνησα ως Ναυαγός...έμοιαζαν κοντά έναν τόνο
...όσο ζυγίζει ένα "αντίο μπαμπά"
Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010
στο καράβι
μπήκα μέσα στο καράβι της επιστροφής σχεδόν ασθμαίνοντας...
στο κατάστρωμα ξέσφιξα την δεξιά μου παλάμη και κοίταξα μέσα της
για να βεβαιωθώ οτι το εισιτήριο έγραφε το όνομά μου.
Το τοποθέτησα μαλακά στην τσέπη μου, κι έβγαλα τον καπνό μου για να στρίψω ένα τσιγάρο.
Δεν κοίταζα το λιμάνι, μα τον ουρανό.
Τόλμησα να στρέψω το βλέμμα στην προβλήτα μόνο όταν ακούστηκε η άγκυρα κι ένιωσα πως το πλοίο κινείται.
Έφευγα ... κι όπως μέτραγαν τα κύματα τις αποστάσεις κι έφευγα ολοένα μακρύτερα ...μέτραγα τις αναμνήσεις,
όπως παλιά στο δημοτικό μας μέτραγε η δασκάλα σε κάθε εκδρομή...έναν-έναν , πάντα με ένα απαλό χάϊδεμα του κεφαλιού.
Και το Νησί έμοιαζε σιγά-σιγά και πιό μικρό, λιγότερο γιγάντιο...έμοιαζε πλέον ακίνδυνο.
σαν κάτι αγάπες που όσο στριφογυρίζουν γύρω σου σε τρομάζουν και σε πνίγουν...
σαν κάτι αφόρητα μαζοχιστικούς έρωτες που όσο τους το επιτρέπεις, σε πατάνε στο στέρνο και αρνούνται να σ' αφήσουν ν' ανασάνεις....
..κι όταν κάποια στιγμή τους "σκοτώσεις" μ' ένα "αντίο", μοιάζουν μηδαμινοί κι ακίνδυνοι...
μα πάντα σου αφήνουν εκείνη τη διαολεμένη γλυκόπικρη γεύση της νοσταλγίας.
Τελικά το Νησί χάθηκε απ' τη ματιά μου.
Τα μόνο πια που έχω για να μου το θυμίζουν, είναι κάτι ξεθωριασμένες πληγές και μια χούφτα σκόρπιες σκέψεις.
στο κατάστρωμα ξέσφιξα την δεξιά μου παλάμη και κοίταξα μέσα της
για να βεβαιωθώ οτι το εισιτήριο έγραφε το όνομά μου.
Το τοποθέτησα μαλακά στην τσέπη μου, κι έβγαλα τον καπνό μου για να στρίψω ένα τσιγάρο.
Δεν κοίταζα το λιμάνι, μα τον ουρανό.
Τόλμησα να στρέψω το βλέμμα στην προβλήτα μόνο όταν ακούστηκε η άγκυρα κι ένιωσα πως το πλοίο κινείται.
Έφευγα ... κι όπως μέτραγαν τα κύματα τις αποστάσεις κι έφευγα ολοένα μακρύτερα ...μέτραγα τις αναμνήσεις,
όπως παλιά στο δημοτικό μας μέτραγε η δασκάλα σε κάθε εκδρομή...έναν-έναν , πάντα με ένα απαλό χάϊδεμα του κεφαλιού.
Και το Νησί έμοιαζε σιγά-σιγά και πιό μικρό, λιγότερο γιγάντιο...έμοιαζε πλέον ακίνδυνο.
σαν κάτι αγάπες που όσο στριφογυρίζουν γύρω σου σε τρομάζουν και σε πνίγουν...
σαν κάτι αφόρητα μαζοχιστικούς έρωτες που όσο τους το επιτρέπεις, σε πατάνε στο στέρνο και αρνούνται να σ' αφήσουν ν' ανασάνεις....
..κι όταν κάποια στιγμή τους "σκοτώσεις" μ' ένα "αντίο", μοιάζουν μηδαμινοί κι ακίνδυνοι...
μα πάντα σου αφήνουν εκείνη τη διαολεμένη γλυκόπικρη γεύση της νοσταλγίας.
Τελικά το Νησί χάθηκε απ' τη ματιά μου.
Τα μόνο πια που έχω για να μου το θυμίζουν, είναι κάτι ξεθωριασμένες πληγές και μια χούφτα σκόρπιες σκέψεις.
.... τα νόθα παιδιά της Μοναξιάς μου στο Νησί.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)